κυπριακός

κυπριακός
-ή, -ό (Α κυπριακός, -ή, -όν) [Κύπριος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κύπρο (α. «κυπριακό ζήτημα» β. «κυπριακός πολιτισμός» γ. «παρασκευάζετο τὰς δυνάμεις εἰς τὸν κυπριακὸν πόλεμον», Διόδ.)
2. αυτός που προέρχεται από την Κύπρο («κυπριακὰ μέταλλα», Διοσκ.)
νεοελλ.
φρ. «κυπριακό συλλαβάριο» — ιδιαίτερο συλλαβικό σύστημα γραφής που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Κύπριοι από τις απαρχές τής γραπτής τους παράδοσης μέχρι τους ελληνιστικούς χρόνους και που αποτελεί εξέλιξη και απλούστευση τής κυπρομινωικής γραφής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Κυπριακός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυπριακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Κύπρο, ή αυτός που προέρχεται από την Κύπρο: Το κυπριακό πρόβλημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κυπριακά — Κυπριακός neut nom/voc/acc pl Κυπριακά̱ , Κυπριακός fem nom/voc/acc dual Κυπριακά̱ , Κυπριακός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυπριακῶν — Κυπριακός fem gen pl Κυπριακός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυπριακόν — Κυπριακός masc acc sg Κυπριακός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυπριακοῖς — Κυπριακός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυπριακῇ — Κυπριακός fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυπριακή — Κυπριακός fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυπριακῷ — Κυπριακός masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”